- παρωνυμίασμα
- τὸ, Α [παρωνυμιάζω]επώνυμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρωνυμίασμα — by name neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρόμφημα — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «παρωνυμίασμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀμφή (Ι) «φωνή, θεϊκό μήνυμα» + κατάλ. ημα (πιθ. μέσω αμάρτυρων ὀμφῶ / παρομφῶ)] … Dictionary of Greek